- τρικλιναρχία
- τρικλῑν-αρχία, ἡ,A directorship of feasts, BCH11.385, 15.186, 204 ([place name] Panamara).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρικλιναρχία — ἡ, Α η διεύθυνση τών συμποσίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίκλινος «συμπόσιο» + αρχία (< άρχης*)] … Dictionary of Greek